- ἀφεῖναι
- ἀφεῖναι s. ἀφίημι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἀφεῖναι — ἀφίημι send forth aor inf act ἀφίημι send forth aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Apesantivs — APESANTIVS, i, Gr. Ἀπεσάντιος, ου, ein Beynamen des Jupiters, welchen er von dem Berge Apesante, der oberhalb Nemea lag, bekommen, als worauf ihm unter diesem Namen zuerst Perseus sein Opfer brachte. Paus. Corinth. c. 15. Doch wollen andere auch … Gründliches mythologisches Lexikon
Aphesivs — APHESIVS, i, Gr. Ἀφέσιος, ου, ein Beynamen Jupiters, welcher solchen von ἀφεῖναι, herunterstürzen, und zwar darum bekommen hat, daß, als einsmals eine große Dürre das Land drückete, Aeakus, auf Rath des Orakels, ein Opfer in Aegina schlachtete,… … Gründliches mythologisches Lexikon
VIA Aphetais — dicta olim Lacedaenione via est, per quam in curriculum certaturi mittebantur, ἀπὸ τȏυ ἀφεῖναι. Eius meminit Pausan in Laconicis, ubi de cursus certamine inter procos antiquitus instituto … Hofmann J. Lexicon universale
καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
προμισθώνω — προμισθῶ, όω, ΝΑ 1. μισθώνω, ενοικιάζω κάτι εκ τών προτέρων («ἀφεῑναι ἐχρῆν τὸ προμεμισθωμένον οἴκημα», Πλούτ.) 2. προκαταβάλλω το ενοίκιο … Dictionary of Greek
υποκαθίημι — ΜΑ 1. (μτβ.) αφήνω κάτι να πέσει σιγά σιγά, σταδιακά 2. (αμτβ.) κατηφορίζω σιγά σιγά αρχ. 1. (σχετικά με το γένι) αφήνω να μεγαλώνει 2. μτφ. υποκινώ κάποιον προς κάτι, προτρέπω 3. μέσ. ὑποκαθίεμαι α) αφήνω κάποιον ή κάτι και φεύγω, ξεχνώ κάπου ή… … Dictionary of Greek
φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
(s)lēg- : (s)lǝg- and (s)leg- — (s)lēg : (s)lǝg and (s)leg English meaning: weak, feeble Deutsche Übersetzung: ‘schlaff, matt sein” (from “loslassen”), from ‘schlaff” about “weichlich” also “wollũstig” Note: nasal. (s)leng (= leng ‘swing, waver”?) Material … Proto-Indo-European etymological dictionary